- χειρίδα
- η / χειρίς, -ῑδος, ΝΜΑμανίκι, το τμήμα τού ενδύματος που καλύπτει το χέρι από τον ώμο ώς τον καρπό (α. «...και με χειρίδας ανοικτάς», Παπαδ.β. «χειρίδας καὶ προγαστρίδια», Λουκιαν.* γ. «ἐπικατήμενος χειρίδι πλέη ἀργυρίου», Ηρόδ.)νεοελλ.(στον Μεσαίωνα) δερμάτινο γάντι ενισχυμένο με μεταλλικούς κρίκους ή πλάκεςαρχ.1. δερμάτινο γάντι κηπουρού («χειρῑδας τ' ἐπὶ χερσί», Ομ. Οδ.)2. γάντι για τρίψιμο στο λουτρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χείρ, χειρός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. θωρακ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.